- ηλιοκεντρικός
- -ή, -όαυτός που θεωρεί τον ήλιο ως κέντρο τού κόσμου («ηλιοκεντρικό σύστημα», «ηλιοκεντρικές συντεταγμένες»).[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heliocentric < helio- (πρβλ. ηλιο-*) + centric (πρβλ. κεντρικός < κέντρο). Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Δημ. Κ. Κοκίδη].
Dictionary of Greek. 2013.